- οινοπώλης
- ο , οινοπώλις (-ιδος) η виноторговец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οἰνοπώλης — winemerchant masc nom sg οἰνοπωλέω sell wine imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οινοπώλης — ο, θηλ. οινοπώλις (Α οἰνοπώλης, θηλ. οἰνοπῶλις και οἰνόπωλις, ιδος) πωλητής κρασιού, κρασοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + πώλης (< πωλῶ)] … Dictionary of Greek
οινοπώλης — ο αυτός που πουλά κρασί, αλλ. κρασοπώλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οἰνοπωλῶν — οἰνοπώλης winemerchant masc gen pl οἰνοπωλέω sell wine pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοπώλαις — οἰνοπώλης winemerchant masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοπώλη — οἰνοπώλης winemerchant masc voc sg οἰνοπωλέω sell wine pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) οἰνοπωλέω sell wine imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοπώλην — οἰνοπώλης winemerchant masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοπώλου — οἰνοπώλης winemerchant masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οινοπωλώ — οἰνοπωλῶ, έω (Α) [οινοπώλης] είμαι οινοπώλης, πουλώ κρασί … Dictionary of Greek
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek
Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… … Dictionary of Greek